- αγριάδα
- Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης.
Το πρώτο είναι πολυετής πόα με μακρύ ρίζωμα που έρπει. Έχει φύλλα πράσινα, απλωτά, λεπτά. Το είδος είναι κοινό σε όλη την Ελλάδα, κυρίως σε καλλιεργούμενους αγρούς· είναι ζιζάνιο που δύσκολα εξοντώνεται.
Το δεύτερο είναι πολυετής πόα, με μακρύ ρίζωμα που έρπει και καλάμι γονατιστό στη βάση, ύψους 10-50 εκ., με πράσινα αστραφτερά και στενά φύλλα. Τα στάχυα του εμφανίζονται από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο, 3-7 στην κορυφή του καλαμιού. Είναι κοινό είδος σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργούμενα και χέρσα εδάφη.
Το τρίτο είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που έρπει και όρθιο καλάμι ύψους 20-75 εκ. Έχει φύλλα γλαυκοπράσινα. Ευδοκιμεί από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο. Φυτρώνει σε αμμώδη και τελματώδη παραλιακά εδάφη, σε όλες τις παραλίες της Ελλάδας.
Τέλος, το τέταρτο είναι φυτό μονοετές, με καλάμι όρθιο ύψους 10-50 εκ. και φύλλα τριχωτά, επίπεδα. Είναι είδος κοινό, κυρίως σε αμμοαργιλλώδη καλλιεργημένα εδάφη και κατά μήκος των δρόμων.
* * *(I)η1. τόπος άγριος, χέρσος, κατάλληλος μόνο για βοσκή ζώων2. απόκρημνος, δύσβατος τόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αγριάς].————————(II)η1. το να είναι κανείς άγριος, τραχύς τρόπος, θυμός, σκληρότητα, σκαιότητα2. φρίκη, φόβος που τόν αισθάνεται κανείς αντικρύζοντας κάτι φοβερό3. η τραχύτητα τής επιφάνειας ενός αντικειμένου4. η τραχύτητα τού καιρού5. η δριμύτητα, η στυφότητα (στη γεύση).[ΕΤΥΜΟΛ. < άγριος.ΠΑΡ. αγριάδι, αγριαδίνα].————————(III)η, Βοτ.ένα από τα πιο δυσεξόντωτα πολυετή ζιζάνια της Ελλάδας.
Dictionary of Greek. 2013.